-
1 περι-φυγή
περι-φυγή, ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωϑουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.
1 περι-φυγή
περι-φυγή, ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωϑουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.